- σκοροδάλμη
- σκοροδάλμηsaucefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκοροδάλμῃ — σκοροδάλμη sauce fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοροδάλμη — ἡ, Α καρύκευμα, άρτυμα από σκόρδα και άλμη, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + ἅλμη] … Dictionary of Greek
σκοροδάλμην — σκοροδάλμη sauce fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιάδα — η «σκοροδάλμη», σκορδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agliata (< aglio «σκόρδο») < λατ. allium, «σκόρδο»] … Dictionary of Greek